άχερδος

άχερδος
ἄχερδος, ο, η (Α)
είδος άγριας αχλαδιάς, αγριαπιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει υποτεθεί ότι συνδέεται με αλβ. darδe «αχλάδι» ή ότι ανάγεται σε ινδοευρ, ĝher(s)- «υψώνομαι, εξέχω», μέσω μιας σημασιολογικής εξελίξεως («αγκαθωτοί θάμνοι» > «άγρια αχλαδιά»), η οποία δεν είναι πειστική. Πρόκειται μάλλον για επιτόπια λέξη που σχετίζεται πιθ. με το πιο εύχρηστο αχράς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἄχερδος — wild pear masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχέρδου — ἄχερδος wild pear masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχέρδους — ἄχερδος wild pear masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχέρδων — ἄχερδος wild pear masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχέρδῳ — ἄχερδος wild pear masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄχερδον — ἄχερδος wild pear masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… …   Wikipedia

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • άπιον — ἄπιον, το κ. ἄπιος, η (Α) 1. απίδι, αχλάδι 2. απιδιά, αχλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός του τ. με λατ. pirum, pirus, μεσογειακής προέλευσης, οδηγεί σε προελληνικό επίθημα α και θ. *piso. Σύγχυση παρατηρείται ως προς τη χρήση του… …   Dictionary of Greek

  • αχερδώδης — ἀχερδώδης, ες (Μ) [άχερδος] αγκαθωτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”